- διπλασιασμός
- ο (AM διπλασιασμός) [διπλασιάζω]1. το να διπλασιάζεται κάτι, η αύξηση στο διπλάσιο2. γραμμ. η επανάληψη συμφώνουαρχ.1. γραμμ. αναδιπλασιασμός2. στρ. η μετατροπή τής παρατάξεως από απλούς σε διπλούς στίχους.
Dictionary of Greek. 2013.