διπλασιασμός

διπλασιασμός
ο (AM διπλασιασμός) [διπλασιάζω]
1. το να διπλασιάζεται κάτι, η αύξηση στο διπλάσιο
2. γραμμ. η επανάληψη συμφώνου
αρχ.
1. γραμμ. αναδιπλασιασμός
2. στρ. η μετατροπή τής παρατάξεως από απλούς σε διπλούς στίχους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διπλασιασμός — doubling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιασμός — ο το αποτέλεσμα και η ενέργεια του διπλασιάζω: Πέτυχε διπλασιασμό της πελατείας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διπλασιασμοῖς — διπλασιασμός doubling masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιασμοί — διπλασιασμός doubling masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιασμοῦ — διπλασιασμός doubling masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιασμούς — διπλασιασμός doubling masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιασμῶ — διπλασιασμός doubling masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιασμῶν — διπλασιασμός doubling masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιασμῷ — διπλασιασμός doubling masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιασμόν — διπλασιασμός doubling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”